- ὑποβολιμαία
- ὑποβολιμαί̱ᾱ , ὑποβολιμαῖοςbrought in by stealthfem nom/voc/acc dualὑποβολιμαί̱ᾱ , ὑποβολιμαῖοςbrought in by stealthfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποβολιμαῖα — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολιμαίᾳ — ὑποβολιμαί̱ᾱͅ , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβολιμαίος — α, ο / ὑποβολιμαῑος, αία, ον, ΝΑ νόθος, μη γνήσιος (α. «υποβολιμαίο σύγγραμμα» σύγγραμμα αποδιδόμενο σε συγγραφέα, χωρίς να είναι έργο δικό του β. «ὑποβολιμαίους ποιεῑ τοὺς ἑαυτοῡ νεοττοὺς ὁ κόκκυξ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με… … Dictionary of Greek
ποιηματάκι — το, Ν [ποίημα, ατος] 1. μικρό, ολιγόστιχο ποίημα 2. ασήμαντο ποίημα 3. φρ. «τό είπε το ποιηματάκι του» είπε πράγματα που τά λέει συνήθως, μηχανικά ή υποβολιμαία … Dictionary of Greek
υποβλήδην — και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α επίρρ. 1. παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ομιλία τού άλλου («ὑποβλήδην ἠμείβετο», Ομ. Ιλ.) 2. λοξά, με λοξό βλέμμα («ὑποβλήδην ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.) 3. σε απάντηση, απαντώντας 4. μιλώντας με την σειρά του 5.… … Dictionary of Greek
υποβολιμαίος — α, ο 1. αυτός που μπαίνει κρυφά στη θέση άλλου γνήσιου, για να τον αντικαταστήσει, μη γνήσιος, πλαστός, νόθος: Υποβολιμαίο σύγγραμμα. 2. αυτός που δε γίνεται από ενδόμυχη πεποίθηση κάποιου, αλλά από εξωτερική επιβολή: Υποβολιμαία μαρτυρική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)